Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κοψομεσιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κοψομεσιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοψομεσιάζω
  3. θα κοψομεσιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοψομεσιάζω