κοψομεσιάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κοψομεσιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κοψομεσιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοψομεσιάζω
- θα κοψομεσιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοψομεσιάζω