Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοψιά οι κοψιές
      γενική της κοψιάς των κοψιών
    αιτιατική την κοψιά τις κοψιές
     κλητική κοψιά κοψιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοψιά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοψιά θηλυκό

  1. το κόψιμο, η πληγή που δημιουργεί το κόψιμο
  2. κατατομή, όψη, προφίλ ή ανφάς, ενός αντικειμένου ή ατόμου

  Μεταφράσεις επεξεργασία