Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοχύλι < κογχύλιον στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική κογχύλιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοχύλι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία