κουφόνοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουφόνοια < ελληνιστική κοινή κουφόνοια < αρχαία ελληνική κουφόνους
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουφόνοια θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουφόνοια
|
κουφόνοια θηλυκό
|