κουφίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουφίζω < αρχαία ελληνική κουφίζω >κοῦφος
Ρήμα επεξεργασία
κουφίζω
ελαφρύνω, κάνω κάτι ελαφρύ
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουφίζω
|
κουφίζω
ελαφρύνω, κάνω κάτι ελαφρύ
|