Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτσουρεύω < κούτσουρο + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

κουτσουρεύω

  1. κλαδεύω ένα φυτό πάρα πολύ και με κακό τρόπο
  2. (μεταφορικά) ακρωτηριάζω κάποιον
  3. (μεταφορικά) κάνω περικοπές, μειώνω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία