Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουταλιά οι κουταλιές
      γενική της κουταλιάς των κουταλιών
    αιτιατική την κουταλιά τις κουταλιές
     κλητική κουταλιά κουταλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουταλιά < λείπει η ετυμολογία
 
μια κουταλιά δημητριακά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουταλιά θηλυκό

  • Η ποσότητα του φαγητού που μπορεί κανείς να "μαζέψει" με ένα κουτάλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία