κουσούρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουσούρι | τα | κουσούρια |
γενική | του | κουσουριού | των | κουσουριών |
αιτιατική | το | κουσούρι | τα | κουσούρια |
κλητική | κουσούρι | κουσούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουσούρι ουδέτερο
- το ελάττωμα του χαρακτήρα