Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουσκουσουρεύω < κουσκουσούρης + -εύω < κουσκούς < τουρκική kuskus / kuşkuş < αραβική كسكس (kuskus)

  Ρήμα επεξεργασία

κουσκουσουρεύω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία