κουσκουσές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kus.kuˈses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐σκου‐σές
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουσκουσές αρσενικό
- (γαστρονομία) ο κουσκούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουσκουσές
→ δείτε τη λέξη κουσκούς |