κουρτινάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρτινάκι | τα | κουρτινάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουρτινάκι | τα | κουρτινάκια |
κλητική | κουρτινάκι | κουρτινάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρτινάκι < κουρτίνα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρτινάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κουρτίνα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρτινάκι
|