Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρνιάζω < κούρνια + -άζω (δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το ουσιαστικό κουρνιαχτός)

  Ρήμα επεξεργασία

κουρνιάζω

  1. (για πουλιά) μαζεύομαι γύρω από τον εαυτό μου, σε κάποιο σημείο, για να κοιμηθώ
     συνώνυμα: κουκουβίζω, φωλιάζω
    το βράδυ, το αρσενικό κουρνιάζει σε ένα κλαρί, έξω από τη φωλιά του, ενώ το θηλυκό μένει μέσα και συνεχίζει να κλώθει τα αβγά
  2. αποτραβιέμαι κάπου ήσυχα (για να κοιμηθώ), απομονώνομαι (για να ησυχάσω)
    Σταλιά σταλιά κι αχόρταγα τα πίνω τα φιλιά σου, / κουρνιάζω σαν αδύνατο πουλί στην αγκαλιά σου. (Από τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα σε στίχους Διονύση Τζεφρώνη)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία