Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουρελέ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουρελέ
<
κουρέλι
+
-έ
Επίθετο
επεξεργασία
κουρελέ
άκλιτο
(
λαϊκότροπο
,
ειρωνικό
) για
ποδοσφαιρική
ομάδα
που δεν έχει καλούς παίκτες, που παίζει
χάλια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουρελέ