Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρελάκι τα κουρελάκια
      γενική
    αιτιατική το κουρελάκι τα κουρελάκια
     κλητική κουρελάκι κουρελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρελάκι < κουρέλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρελάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουρέλι