κουπλέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουπλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική couplet < couple + -et < δημώδης λατινική *cōpla < λατινική copula < con- + apo
Ουσιαστικό
κουπλέ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) μουσική φράση που εναλάσσεται με το ρεφρέν, με παραλλαγμένους στίχους, σε αντίθεση με το ρεφρέν που επαναλμβάνεται αυτούσιο και συνήθως με τους ίδιους στίχους
Δείτε επίσης
- επεισόδιο (μουσική)
Μεταφράσεις
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)