Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουπέ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουπέ ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό διαμέρισμα σε βαγόνι σιδηροδρομικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία