Δείτε επίσης: κουμπαρά, κουμπάρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουμπαριά οι κουμπαριές
      γενική της κουμπαριάς των κουμπαριών
    αιτιατική την κουμπαριά τις κουμπαριές
     κλητική κουμπαριά κουμπαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουμπαριά < κουμπάρ(ος) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kum.baɾˈʝa/ & /ku.baɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐μπα‐ριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουμπαριά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία