κουμπάνιες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κουμπάνια
- Ἡ βάρκα εἶναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κί τριάντα νομάτοι, κί σαράντα νομάτοι, κί μ’ οὗλες τίς κουμπάνιες σας, μέ τά σέγια σας, μέ τά πράματά σας. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)