Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
δρομείς που τρέχουν μαζί στο πρώτο κουλουάρ

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουλουάρ < γαλλική couloir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουλουάρ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) ο κάθε ξεχωριστός διάδρομος σε αγωνίσματα στίβου στον οποίο πρέπει να παραμένει ο αθλητής σε όλη τη διάρκεια του αγώνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία