κουκλοθίασος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.kloˈθi.a.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐κλο‐θί‐α‐σος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουκλοθίασος αρσενικό
- (νεολογισμός) ο θίασος κουκλοθεάτρου
- ↪δημοτικός κουκλοθίασος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουκλοθίασος
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr