Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κουβεντιάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουβεντιάζω
  2. θα κουβεντιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουβεντιάζω