Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουβάρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουβάρα θηλυκό

  1. κουβάρι
  2. (μεταφορικά) συνωστισμός
    Βλέπω ότι είναι όλοι μαζωμένοι μια κουβάρα. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία