Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουβάλημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κουβάλημα
τα
κουβαλήμα
τ
α
γενική
του
κουβαλήμα
τ
ος
των
κουβαλημά
τ
ων
αιτιατική
το
κουβάλημα
τα
κουβαλήμα
τ
α
κλητική
κουβάλημα
κουβαλήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουβάλημα
<
κουβαλώ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουβάλημα
ουδέτερο
η ενέργεια του ρήματος
κουβαλώ
, η
μεταφορά
φορτίου
με τα χέρια ή άλλο μέσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουβάλημα
γαλλικά
:
manutention
(fr)
,
transport
(fr)
γερμανικά
:
Schleppen
(de)