Δείτε επίσης: κοτάω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοτέω < κότος

  Ρήμα επεξεργασία

κοτέω

  • οργίζομαι (+ δοτική προσώπου)
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 25 (25-26)
    καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, | καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ.
    Ο κεραμοποιός θυμώνει με τον κεραμοποιό κι ο μαραγκός με μαραγκό, | ζηλεύει ο επαίτης τον επαίτη κι ο ένας ο τραγουδιστής τον άλλο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία