Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοστολογώ < κόστος + -ο- + -λογώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.sto.loˈγo/

  Ρήμα επεξεργασία

κοστολογώ (παθητική φωνή: κοστολογούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία