κοσμογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσμογραφία < ελληνιστική κοσμογραφία < κόσμος + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσμογραφία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοσμογραφία
|