Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορυβαντισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κορυβαντισμ
ός
οι
κορυβαντισμ
οί
γενική
του
κορυβαντισμ
ού
των
κορυβαντισμ
ών
αιτιατική
τον
κορυβαντισμ
ό
τους
κορυβαντισμ
ούς
κλητική
κορυβαντισμ
έ
κορυβαντισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κορυβαντισμός
<
κορυβαντιώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κορυβαντισμός
αρσενικό
ο
φρενήρης
ενθουσιασμός
Συγγενικά
επεξεργασία
κορυβαντιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορυβαντισμός