κοροϊδέψουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κοροϊδέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοροϊδεύω
- θα κοροϊδέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοροϊδεύω
κοροϊδέψουν