Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορνιζάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κορνιζ
άς
οι
κορνιζ
άδες
γενική
του
κορνιζ
ά
των
κορνιζ
άδων
αιτιατική
τον
κορνιζ
ά
τους
κορνιζ
άδες
κλητική
κορνιζ
ά
κορνιζ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κορνιζάς
<
κορνίζα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κορνιζάς
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
τεχνίτης
που κατασκευάζει κορνίζες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορνιζάς