κοριτσίστικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοριτσίστικα < κοριτσίστικος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
κοριτσίστικα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοριτσίστικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κοριτσίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοριτσίστικος