κοπίς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοπίς < αρχαία ελληνική κόπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπίς θηλυκό
- πολεμικό όπλο των αρχαίων Ελλήνων
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κοπίς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοπίς
|
κοπίς θηλυκό
|