Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρόκειται για μεταφορά του ιταλικού controllare < controllo

  Ρήμα επεξεργασία

κοντρολάρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία