Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντοστέκω < κοντο- + στέκω

  Ρήμα επεξεργασία

κοντοστέκω

  Μεταφράσεις επεξεργασία