Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντολογίς < μεσαιωνική ελληνική κοντολογίς < κοντόλογος < κοντο- + λόγος + -ίς

  Επίρρημα επεξεργασία

κοντολογίς

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία