Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονταίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κονταίνω

  1. (μεταβατικό) μειώνω το ύψος ενός πράγματος
    πρέπει να κοντύνεις λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού σου
  2. (αμετάβατο) χάνω ύψος, γίνομαι πιο κοντός


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία