Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κονσερβοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κονσερβοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κονσερβοποιώ
  3. θα κονσερβοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κονσερβοποιώ