Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κονσερβοποίησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κονσερβοποίησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κονσερβοποιώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κονσερβοποιώ