κονσερβατόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονσερβατόριο < (καθαρεύουσα) κονσερβατόριον, (άμεσο δάνειο) γαλλική conservatoire
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kon.seɾ.vaˈto.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κον‐σερ‐βα‐τό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονσερβατόριο ουδέτερο
- (μουσική, παρωχημένο) το ωδείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονσερβατόριο
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .