κονιοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονιοσκόπιο ουδέτερο
- (τεχνολογία): ειδική συσκευή με την οποία ανιχνεύεται ρύπανση από σκόνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονιοσκόπιο
|
κονιοσκόπιο ουδέτερο
|