κονιορτοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακονιορτοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κονιορτοποιώ
- θα κονιορτοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κονιορτοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακονιορτοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κονιορτοποίηση