κονεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈne.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐νεύ‐ω
Ρήμα επεξεργασία
κονεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονεύω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κονεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας