κονακτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονακτζής αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) ο υπεύθυνος για κάποιο κονάκι
- (ειδικότερα, αργκό) μοναστηριακό διακόνημα που αναφέρεται στον υπεύθυνο για κάποιο κονάκι μονής
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονακτζής
|