κονίαμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονίαμα < αρχαία ελληνική κονίαμα < κόνις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονίαμα ουδέτερο
- (λόγιο) μείγμα άμμου, νερού και κονίας, που χρησιμοποιείται στο σοβάτισμα ή ως συνδετικό υλικό κατά την κατασκευή της τοιχοποιίας
Συγγενικά επεξεργασία
- αμμασβεστοκονίαμα
- αμμοκονίαμα
- ασβεστοκονίαμα
- γυψοκονίαμα
- μαρμαροκονίαμα
- → δείτε τις λέξεις κονία, κόνις και σκόνη