κομφορμίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομφορμίστρια < κομφορμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομφορμίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη κομφορμιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομφορμίστρια
|
κομφορμίστρια θηλυκό
|