κομπώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομπώνω < μεσαιωνική ελληνική κομπώνω < ελληνιστική κοινή κομβόω
Ρήμα επεξεργασία
κομπώνω
Συγγενικά επεξεργασία
- κομπωτής
- → δείτε τη λέξη κομπογιανίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομπώνω
|