Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπορρημονώ < κομπορρήμων + < μεσαιωνική ελληνική κομπορρήμων

  Ρήμα επεξεργασία

κομπορρημονώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία