Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομμούνα οι κομμούνες
      γενική της κομμούνας
    αιτιατική την κομμούνα τις κομμούνες
     κλητική κομμούνα κομμούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομμούνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομμούνα θηλυκό

  1. στην w:Παρισινή Κομμούνα, εργατική επαναστατική κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι για τρεις μήνες το 1871
  2. υποτιμητική αναφορά σε κομμουνίστρια

  Μεταφράσεις επεξεργασία