κομματοκούταβο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομματοκούταβο < κόμματ(ος) + -ό- + κουτάβ(ι) + -ο (κατά το κομματόσκυλο) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομματοκούταβο ουδέτερο
- (νεολογισμός, ανεπίσημο) νεαρό πιστό μέλος του κόμματος που θα εξελιχθεί σε κομματόσκυλο
- ※ έχουν καταλάβει πως η μόνη πραγματικά σίγουρη καριέρα είναι αυτή του κομματόσκυλου η οποία βέβαια ξεκινά από το βαθμό του κομματοκούταβου (Athensvoice, 12/11/2014 [1])
- ※ Επίσης, το να έχεις διατελέσει κομματοκούταβο (δες μέλος ...) αποτελεί και αποτελούσε προσόν για το πολιτικό σύστημα που μας έφερε μέχρι εδώ και μας "χώνει" παρακάτω (σχόλιο του κοινού σε άρθρο της lifo.gr, 5/10/2016 [2])
- ※ Όλοι στις κάλπες. Η αποχή είναι σύνθημα των χαφιέδων για να ψηφίζουν μόνο τα κομματοκούταβα και τα κομματόσκυλα. (σχόλιο του κοινού σε άρθρο της 04/07/2019 [3])
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομματοκούταβο
|