κολόβωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολόβωμα < αρχαία ελληνική κολόβωμα < κολοβῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈlo.vo.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολόβωμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κολοβός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολόβωμα
|