Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολπόρροια οι κολπόρροιες
      γενική της κολπόρροιας των κολπορροιών
    αιτιατική την κολπόρροια τις κολπόρροιες
     κλητική κολπόρροια κολπόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολπόρροια < κόλπ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολπόρροια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία